ενυδάτωση

ενυδάτωση
Χημική αντίδραση. Χαρακτηρίζεται από την προσθήκη ύδατος σε μια οργανική η ανόργανη ένωση. Παραδείγματα ε. στην οργανική χημεία αποτελούν όλες οι προσθήκες ύδατος (με τη μορφή ιόντων υδρογόνου και υδροξυλίου ξεχωριστά) στους διπλούς και τριπλούς δεσμούς. Οι ολεφίνες δίνουν με ε. τις αντίστοιχες αλκοόλες· η προσθήκη ύδατος στο ακετυλένιο με την παρουσία κατάλληλων καταλυτών δίνει ακετυλική αλδεΰδη, το μεθυλακετυλένιο με ε. μετασχηματίζεται σε ακετόνη κ.ο.κ. Αρκετά διαφορετικό χαρακτήρα έχει η ε. στην ανόργανη χημεία· η ε. των ιόντων πραγματοποιείται εξαιτίας της πολικότητας του ύδατος: τα κατιόντα έλκουν το αρνητικό άκρο των μορίων του ύδατος, ενώ τα ανιόντα έλκουν το θετικό άκρο. Ο αριθμός των μορίων του ύδατος, που μπορούν να δεσμευθούν με ένα ιόν (συνήθως με ένα κατιόν), είναι ευθέως ανάλογος προς τις διαστάσεις αυτού του ιόντος και παίρνει την ονομασία αριθμός σύνδεσης του κατιόντος (ε.). Μια ιδιαίτερη αντίδραση ε. είναι ο σχηματισμός των υδροξειδίων με την πρόσθεση ύδατος στα μεταλλικά οξείδια, για παράδειγμα CaO + H2O→CaO(OH)2.
* * *
η
1. χημ. εισαγωγή νερού σε χημική ένωση και ο σχηματισμός νέας ένωσης
2. (για καλλυντικό) αύξηση τής ποσότητας νερού στα κύτταρα τού δέρματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδάτωση — η / ὑδάτωσις, ατώσεως, ΝΜ [ὑδατῶ, ώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υδατώνω νεοελλ. 1. προσθήκη νερού σε άλλο υγρό, όπως λ.χ. σε γάλα ή κρασί, με σκοπό την αραίωση του ή και τη νόθευσή του 2. ενυδάτωση 3. χημ. η πρόσληψη μορίων νερού από ένα… …   Dictionary of Greek

  • έκζεμα — Μη μεταδοτική δερματική βλάβη φλεγμονώδους τύπου που προσβάλλει τις επιφανειακές στιβάδες του δέρματος. Το έ., που μπορεί να έχει οξεία ή συνηθέστερα χρόνια εξέλιξη, εκδηλώνεται με μορφές που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους (χρόνια αλλεργική… …   Dictionary of Greek

  • αμυλένιο — Ακόρεστος υδρογονάνθρακας, του τύπου C5H1O που ανήκει στη σειρά των αλκενίων. Παρασκευάζεται με αφυδάτωση της αμυλικής αλκοόλης με θειικό οξύ ή με χλωριούχο ψευδάργυρο. Είναι σώμα υγρό, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και στην αλκοόλη,… …   Dictionary of Greek

  • διάρροια — Σύμπτωμα των εντερικών παθήσεων, δηλητηριάσεων ή άλλων παθολογικών καταστάσεων που συνίσταται σε χαλαρές και συχνές κενώσεις, οι οποίες μπορεί να περιέχουν μεγάλη ποσότητα νερού, αίματος, πύου, βλέννας ή λίπους. Εκτός από τις εντερικές παθήσεις… …   Dictionary of Greek

  • δυσεντερία — Νόσος του παχέος εντέρου που χαρακτηρίζεται από πόνους στην κοιλιά και βλεννώδεις ή βλεννοαιματηρές κενώσεις. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται σε πολλές αιτίες, αλλά οι συνηθέστερες είναι η αμοιβάδωση του εντέρου, η ελκωτική κολίτιδα και η …   Dictionary of Greek

  • εντερίτιδα — Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Ονομάζεται και εντεροκολίτιδα. Σύμφωνα με άλλη άποψη, ο όρος ε. χρησιμοποιείται μόνο για τη φλεγμονή του λεπτού εντέρου και διακρίνεται από την κολίτιδα. Όταν προσβάλλεται μαζί και το στομάχι αποκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • ενυδατώνω — 1. χημ. διενεργώ ή επιφέρω ενυδάτωση 2. (για καλλυντικό) αυξάνω την ποσότητα νερού στα κύτταρα τού δέρματος …   Dictionary of Greek

  • ενύδρωση — η 1. μεταβολή μιας στερεάς ουσίας σε υγρή 2. απορρόφηση υγρασίας ή νερού 3. χημ. η ενυδάτωση, η εισαγωγή νερού σε χημική ένωση …   Dictionary of Greek

  • κουμαρικός — ή, ό φρ. χημ. «κουμαρικό οξύ» κυκλική οργανική ένωση, αρωματικό και ακόρεστο υδροξυοξύ που λαμβάνεται με ενυδάτωση τής κουμαρίνης ή διαζώτωση τού ο αμινο κιναμωμικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. coumarique < γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • πηκτικός — ή, ό / πηκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πηκτός] 1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη 2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο νεοελλ. 1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”